1 διαχαλαω
(διαχαλᾶτε μοι μέλαθρα Eur.)
(τὸ σῶμα Xen.)
(ὥσπερ ὅ ἥλιος τέν χιόνα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > διαχαλαω